μονογραφούμαι

μονογραφούμαι
μονογραφούμαι, μονογραφήθηκα, μονογραφημένος βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μοιρογραφούμαι — μονογραφοῡμαι, έομαι (Μ) [μοιρογράφος] γράφομαι, προσδιορίζομαι από τη Μοίρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”